Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

Α' και Β' Πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης από τους Άραβες




Η άνοδος του αραβικού κινδύνου

Ήδη από την εποχή του αυτοκράτορα Ηρακλείου οι Άραβες έδειξαν τις επεκτατικές τους διαθέσεις εις βάρος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας διαδεχόμενοι τους Σασσανίδες Πέρσες στη θέση της πλέον σημαντικής απειλής στα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας.

Σταδιακά , και εκμεταλλευόμενοι την τρομακτική εξασθένηση των Σασσανιδών οι διάδοχοι του Προφήτη Μωάμεθ εξαπέλυσαν σειρά πολέμων με στόχο να υποτάξουν τους «απίστους» στο Ισλάμ και να επεκτείνουν την κυριαρχία τους πέραν της Αραβικής χερσονήσου .

Κύριος αντίπαλος τους στην προσπάθεια αυτή ήταν οι Βυζαντινοί (ή σωστότερα η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ) που κατείχαν την Αίγυπτο , τη Μεσοποταμία, την Παλαιστίνη, περιοχές δηλαδή ζωτικού ενδιαφέροντος για τους Άραβες χαλίφηδες.

Απέναντι στην αραβική επιθετικότητα και τις επεκτατικές τους βλέψεις, οι Βυζαντινοί αντέταξαν μια νωθρότητα που πήγαζε κυρίως από την κούραση που είχε δημιουργήσει η μακρόχρονη αντιπαράθεση με τους Σασσανίδες. Υποτίμησαν τον κίνδυνο και έτσι η αντίδραση τους ήταν εξαιρετικά αργή και σπασμωδική. Ήδη από το 633 μ.Χ είχε ξεκινήσει η διείσδυση των μουσουλμανικών δυνάμεων στη Συρία ενώ την άνοιξη και το καλοκαίρι του 634 μ.Χ τα στρατεύματα της αυτοκρατορίας συγκρούστηκαν στην Παλαιστίνη (κοντά στη Γάζα) και βορειότερα και ηττήθηκαν από τους Άραβες.  Στα τέλη του ίδιου έτους και μέσα στο 635 μ.Χ  οι Βυζαντινοί έχασαν σημαντικά ερείσματα τους στην περιοχή όπως η Σκυθόπολη, η Δαμασκός και η Έμεσα. Το 636 μ.Χ ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις που απέστειλε στην περιοχή ο αυτοκράτορας Ηράκλειος συνετρίβησαν στην αποφασιστικής σημασίας μάχη στον ποταμό Ιερομίακα (Γιαρμούκ) [1]. Η ήττα αυτή ήταν το τελικό χτύπημα στο ήδη αποσαθρωμένο αμυντικό σύστημα των Βυζαντινών στην ευρύτερη περιοχή της Συρίας και της Παλαιστίνης και είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της Αιγύπτου και των ανατολικών επαρχιών της αυτοκρατορίας.

Σταδιακά η  αραβική προέλαση οδήγησε σε κατάκτηση της Μεσοποταμίας ενώ οι βλέψεις των Αράβων έφταναν ως την Κωνσταντινούπολη, η κατάληψη της οποίας θα ήταν η ζωτικής σημασίας κίνηση που θα κατέλυε την αυτοκρατορία.

Επί Κώνσταντα Β’ (641-668 μ.Χ) ολοκληρώθηκε η αραβική κατάκτηση της Αιγύπτου με την είσοδο των Αράβων στην Αλεξάνδρεια το 642 μ.Χ [2]. Η Κυρηναϊκή , αποκομμένη από κάθε ενίσχυση δεν μπόρεσε να αντισταθεί για πολύ και το 643 μ.Χ έπεσε η Τρίπολη[3].

Παράλληλα η αραβική δραστηριότητα συνεχιζόταν στην Μικρά Ασία με επιθέσεις που έφταναν ως την Αρμενία. Οι Άραβες ήξεραν πως για να έχουν βάσιμες πιθανότητες επιτυχίας έπρεπε να κατασκευάσουν ισχυρό ναυτικό και πράγματι πολύ σύντομα είχαν δημιουργήσει μια φοβερή δύναμη κρούσης που εξαπολύθηκε σε επιδρομές στα παράλια της ανατολικής Μεσογείου.

Το 650 μ.Χ οι Άραβες επιτέθηκαν στην περιοχή της Ισαυρίας και προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές ενώ συνέλαβαν χιλιάδες αιχμαλώτους. Λίγο αργότερα την καταστροφή γνώρισε και η Ρόδος που λεηλατήθηκε άγρια. Η βυζαντινή αντίδραση οδήγησε σε ταπεινωτική ήττα σε ναυμαχία που έγινε στο Φοίνικα της Λυκίας[4].

Οι εσωτερικές έριδες που ανέκυψαν στο αραβικό στρατόπεδο έφεραν μια κάποια ηρεμία στο ανατολικό μέτωπο, αλλά οι Βυζαντινοί δεν έτρεφαν ψευδαισθήσεις πως όλα αυτά δεν ήταν ο προάγγελος μιας μεγάλης καταιγίδας.

Στα πρώτα χρόνια μάλιστα της εξουσίας του Κωνσταντίνου Δ’, υιού και διαδόχου του Κώνσταντα Β’ οι Άραβες κατέλαβαν την Κύζικο[5], ένα σημείο στρατηγικής σημασίας κοντά στην Κωνσταντινούπολη που θα τους χρησίμευε ως βάση στις μελλοντικές τους επιχειρήσεις κατά της Βασιλεύουσας.  Παράλληλα με στρατό και στόλο επιτέθηκαν κατά της Λυκίας και της Κιλικίας σε μια προσπάθεια να παρασύρουν σε ανοιχτές μάχες τους Βυζαντινούς και να τους συντρίψουν. Όμως ο Κωνσταντίνος Δ’ δεν είχε καμιά πρόθεση να συγκρουστεί μαζί τους καθώς ήταν πεπεισμένος πως ο επόμενος στόχος τους ήταν η Κωνσταντινούπολη και θα έπρεπε να παραμείνει εκεί ενισχύοντας τις οχυρώσεις της προετοιμαζόμενος για την πολιορκία που δεν αργούσε να ξεκινήσει.

Η Α’ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ

Οι προετοιμασίες των Βυζαντινών κάτω από την καθοδήγηση του Κωνσταντίνου Δ’ στόχευαν στην ενίσχυση των οχυρώσεων της πρωτεύουσας που πολύ σύντομα θα έπρεπε να αντέξουν το βάρος μιας παρατεταμένης πολιορκίας. Αναδιοργάνωσε την άμυνα της Κωνσταντινούπολης ενώ κατανόησε πως το κύριο βάρος του αγώνα θα έπεφτε στη θάλασσα γιατί έπρεπε με κάθε θυσία να αποτραπεί ένας πλήρης αποκλεισμός της Πόλης από ξηρά και θάλασσα ώστε να υπάρχει απρόσκοπτος ανεφοδιασμός, έτσι φρόντισε να προετοιμάσει κατάλληλα το αυτοκρατορικό ναυτικό ναυπηγώντας νέα πολεμικά πλοία, κυρίως όμως σκάφη με τη δυνατότητα να φέρουν μηχανισμούς εκτόξευσης υγρού πυρός.

 δὲ προλεχθεὶς Κωνσταντίνος τὴν τοιαύτην τῶν θεομάχων κίνησιν ἐγνωκὠς κατεσκεύασε καὶ αὐτὸς διήρεις εὐμεγέθεις κακκαβοπυρφόρους καὶ δρόμωνας σιφωνοφόρους και τούτους προσορμίσαι ἐκέλευσεν ἐν τῷ Προκλιανησίῳ τῶν Καισαρίου λιμένι. (Theophanes Chronographia, 353.19-23)

Οι νέες αυτές ναυτικές δυνάμεις  δεν ναυλοχούσαν αποκλειστικά στους πολεμικούς λιμένες της Κωνσταντινούπολης αλλά υπήρξε προσεκτική διασπορά τους σε κοντινά και σχετικά ασφαλή λιμάνια ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να επέμβουν εφόσον το αραβικό ναυτικό κινείτο απειλητικά.

Η μεγάλη πολιορκία άρχισε  τον Απρίλιο του 674 μ.Χ[6] όπως το προέβλεψε ο Κωνσταντίνος Δ’  δηλαδή με μια επίδειξη ισχύος του αραβικού στόλου που προσπάθησε να παρασύρει τον βυζαντινό στόλο σε ναυμαχία και να τον καταναυμαχήσει, ώστε να μείνει απροστάτευτη η Κωνσταντινούπολη από τη θάλασσα.

Τούτῳ τῷ ἔτει  προλεχθεὶς τῶν  θεομάχων στόλος ἀναβάλαςπροσώρμισεν ἐν τοῖς Θρᾳκῴοις μέρεσιν ἀπὸ τῆς πρὸς δύσιν ἀκρότητοςτοῦ βδόμου,  ἤτοι τῆς λεγομένης Μαγναύρας,  μέχρι πάλιν τοῦ πρὸς τὴν ἀνατολὴν ἀκρωτηρίου τοῦ λεγομένου Κυκλοβίου. (Theophanes Chronographia, 353.23-28)

Η αραβική ηγεσία ήλπιζε πως ενδεχόμενη ήττα του βυζαντινού στόλου θα σήμανε την πλήρη ελευθερία κινήσεων τους και κυρίως στον τομέα της μεταφοράς στρατιωτικών δυνάμεων απευθείας δια θαλάσσης ώστε να πετύχουν έναν ασφυκτικό αποκλεισμό  και μια πιο στενή πολιορκία μέσω των οποίων θα έπεφτε εν τέλει και η πολιορκημένη πόλη [7].

Το στρατηγικό τους σχέδιο περιλάμβανε δύο κύρια πλάνα δράσης. Το πρώτο αφορούσε την διεξαγωγή συνεχών εφόδων με στόχο την κατάληψη της Πόλης, ενώ το δεύτερο θα τίθετο σε εφαρμογή εάν οι επιθέσεις δεν στέφονταν με επιτυχία, και προέβλεπε την πολιορκία της Βασιλεύουσας μέχρι να παραδοθούν οι υπερασπιστές της από ασιτία λόγω του παρατεταμένου αποκλεισμού.

Αλλά κανένα από το σχέδια των Αράβων δεν ευοδώθηκε.

Σε σειρά ναυμαχιών που δόθηκαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 674 μ.Χ το βυζαντινό ναυτικό ήταν αυτό που θριάμβευσε ενώ οι Άραβες υπέστησαν σοβαρές απώλειες στις ναυτικές τους δυνάμεις, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποκόψουν τον ανεφοδιασμό της Κωνσταντινούπολης αλλά ούτε και να εξασφαλίσουν απρόσκοπτα τις μεταφορές τους[8]. Έτσι η πολιορκία που επιδίωκαν είχε εκφυλιστεί σε μια επιτήρηση της Βασιλεύουσας χωρίς ιδιαίτερη ένταση καθώς από το φθινόπωρο του 674 οι αραβικές δυνάμεις άρχισαν να αποσύρονται προς την Κύζικο που ήταν η προωθημένη τους βάση ανεφοδιασμού για να διαχειμάσουν αποδεχόμενες την αποτυχία τους, την οποία θεωρούσαν βέβαια πρόσκαιρη αφού ήλπιζαν πως με νέες ενισχύσεις και καλύτερη οργάνωση θα πετύχαιναν τους στόχους τους όταν ο καιρός θα βελτιωνόταν, δηλαδή την άνοιξη του 675 μ.Χ .

καὶ ὑποστρέψαντες ἀπέρχονται ἐν Κυζίκῳ,  καὶ ταύτην παραλαβόντες ἐκεῖσε παρεχείμαζον.  καὶ κατὰ τὸ ἔαρ ἀναβάλλων ὁμοίως πόλεμον διὰθαλάσσης συνῆπτε μετὰ τῶν Χριστιανῶν. (Theophanes Chronographia, 354.2-5)

Βέβαια η Κύζικος απείχε μερικές δεκάδες χιλιόμετρα από την Κωνσταντινούπολη και έτσι δεν ήταν τόσο στενή η πολιορκία, που ούτως ή άλλως δίχως ναυτική υποστήριξη θα ήταν άνευ ουσίας και προοπτικών  [9].

Οι επιχειρήσεις συνεχίστηκαν με την βελτίωση των καιρικών συνθηκών την άνοιξη του 675 μ.Χ και για τα επόμενα τρία χρόνια, αλλά με την ίδια τακτική και το ίδιο ατυχές για τους Άραβες αποτέλεσμα.  Ναυτικές ενέργειες σε Ελλήσποντο και Προποντίδα παράλληλα με επιθετικές ενέργειες στην ξηρά, κυρίως στην ασιατική ακτή. Το 678 οι Άραβες υπέστησαν σημαντική ήττα στην ξηρά όταν μια βυζαντινή δύναμη κάτω από την διοίκηση των στρατηγών Πετρωνά, Κυπριανού και Φλώρου αποδεκάτισε ένα απόσπασμα τους στέλνοντας στο θάνατο 30000 χιλιάδες στρατιώτες.

Σουφιᾶν δὲ , ὁ υἱὸς τοῦ Ἀῢφ, ὁ δεύτερος ἀδελφός, συνέβαλε πόλεμον μετὰ Φλώρου καὶ  Πετρωνᾶ καὶ Κυπριανοῦ ἐχόντων δύναμιν Ῥωμαικὴν. Καὶ κτείνονται Ἄραβες χιλιάδες λ.(Theophanes Chronographia, 354.11-13)

Η ήττα αυτή των Αράβων ακολουθήθηκε από μια εξίσου σοβαρή ήττα και στη θάλασσα αφού ο βυζαντινός στόλος σε μια σειρά ναυμαχιών διέλυσε κάθε ελπίδα των Αράβων για νίκη και επικράτηση, και αυτό οφειλόταν κατά κύριο λόγο στην χρήση του υγρού πυρός από την πλευρά των Βυζαντινών. Το υγρό πυρ προξένησε τρομερές απώλειες στον αραβικό στόλο και η φθορά δεν περιορίστηκε στις υλικές απώλειες αλλά έφθειρε σημαντικά και την ψυχολογία των πολιορκητών που βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα νέο όπλο για το οποίο δεν είχαν αντίμετρα [10].

Για την απόκτηση του υγρού πυρός και την διαφυγή του Καλλινίκου στους Βυζαντινούς γράφει ο Θεοφάνης:

τότε Καλλίνικος ἀρχιτέκτων ἀπὸ Ἡλιουπόλεως Συρίας προσφυγῶν τοῖς Ῥωμαῖοις πῦρ θαλάσσιον κατασκευάσας τὰ τῶν Ἀράβων σκάφη ἐνέπρησε καὶ σύμψυχα κατέκαυσεν. καὶ οὖτως οἱ Ῥωμαῖοι ὑπέστρεψαν καὶ τὸ θαλάσσιον πῦρ εὖρον. (Theophanes Chronographia, 354.13-17)

Αποκαρδιωμένοι από τις ήττες οι Άραβες είδαν τις δυνάμεις τους σε ξηρά και θάλασσα να μειώνονται δραματικά και έτσι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το εγχείρημα αποσυρόμενοι σταδιακά.

Ακόμη και στην υποχώρηση όμως στάθηκαν άτυχοι καθώς μια καταιγίδα κοντά στο Σύλλαιο προξένησε σοβαρές απώλειες στα εναπομείναντα πολεμικά τους πλοία, και όσα κατάφεραν να γλυτώσουν από την μανία της φύσης καταστράφηκαν από τον βυζαντινό στόλο του θέματος των Κιβυρραιτωτών που εκμεταλλεύθηκε την σύγχυση και την κακή κατάσταση της αραβικής αρμάδας και αντεπιτέθηκε[11]. Στην ξηρά οι αραβικές δυνάμεις δέχονταν τις ενοχλητικές επιθέσεις των Μαρδαιτών[12] στα περάσματα της Κιλικίας με αποτέλεσμα να υποστούν νέες απώλειες πέρα από τις κακουχίες που είχαν να αντιμετωπίσουν[13].

Όλες αυτές οι αντιξοότητες ανάγκασαν τον Χαλίφη Μωαβία να στείλει να απεσταλμένους στον Βυζαντινό αυτοκράτορα για συναφθεί μια συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο δυνάμεων. Μια συνθήκη ειρήνης με δυσμενείς για τους Άραβες όρους που προέβλεπαν μεταξύ άλλων και την ετήσια καταβολή χρηματικού ποσού στους Βυζαντινούς [14].

Η αποτυχία των αραβικών δυνάμεων να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη ήταν εξαιρετικά σημαντική αν αναλογιστούμε το χρόνο και τα μέσα που δαπανήθηκαν σε υλικό αλλά και έμψυχο δυναμικό επί τέσσερα χρόνια δίχως αποτέλεσμα.  Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως πως οι επιθέσεις που σχεδίασαν και εξαπέλυσαν οι Άραβες ήταν οι πλέον σκληρές στην έως τότε ιστορία τους και απέναντι σε οχυρώσεις τέτοιου επιπέδου που δεν είχαν ξανασυναντήσει στα προηγούμενα χρόνια των θυελλωδών τους προελάσεων και επεκτάσεων στην Ανατολή.

Θα έπρεπε να περάσουν δεκάδες χρόνια μέχρι να αποτολμήσουν μια νέα επίθεση κατά της Βασιλεύουσας οι Άραβες [15].

Η Β’ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΡΑΒΕΣ

Ο τρόπος με τον οποίον ηττήθηκαν οι αραβικές δυνάμεις κατά την πρώτη τους συντονισμένη απόπειρα για απειλή της Κωνσταντινούπολης οδήγησε όπως είδαμε σε σύναψη ειρήνης ανάμεσα σε Βυζάντιο και Άραβες.

Χρειάστηκε να περάσουν σαράντα και πλέον χρόνια ώστε να αποτολμήσουν εκ νέου μια επίθεση κατά της Βασιλεύουσας.

Αυτή τη φόρα αυτοκράτορας ήταν ο Λέοντας Γ’, ο οποίος εξελίχθηκε σε έναν από τους πλέον δραστήριους και ικανούς αυτοκράτορες του Βυζαντίου.  Από την πρώτη στιγμή που κατέλαβε την εξουσία ο Λέοντας ,  το 717 μ.Χ[16] ,  ήξερε πως μια αραβική επίθεση ήταν προ των πυλών και έσπευσε να ενισχύσει τα αμυντικά μέσα της Κωνσταντινούπολης επιδιορθώνοντας τα τείχη της πόλης[17] και φροντίζοντας για τον στόλο που έμελλε να διαδραματίσει για άλλη μια φορά σημαίνοντα ρόλο για την απόκρουση της απειλής[18].

Γενικά πάντως οι Βυζαντινοί δεν αιφνιδιάστηκαν καθώς ήδη από την περίοδο 715-717 μ.Χ όταν η αυτοκρατορία αντιμετώπιζε πολιτική κρίση ισχυρές αραβικές δυνάμεις κάτω από την καθοδήγηση του Μασαλμά[19], αδελφού του χαλίφη Σουλεϊμάν είχαν εισβάλει στην Μικρά Ασία και κατέστρεφαν ανεξέλεγκτα χωρίς να συναντούν την παραμικρή αντίσταση. Ο Μασαλμάς (Maslama) ήταν ένας ικανότατος στρατηγός, αδελφός του Χαλίφη Σουλεϊμάν και είχε διακριθεί ως διοικητής των Αραβικών δυνάμεων της Αρμενίας, ενώ μεταξύ άλλων είχε καταλάβει την Μελιτηνή και την Αμάσεια[20]. Μάλιστα είχε πετύχει να ξεριζώσει το πρόβλημα των Μαρδαιτών που είχε ταλαιπωρήσει τον Μωαβία μερικές δεκαετίες αφού εκπόρθησε τα οχυρά τους στην Κιλικία και ενσωμάτωσε αρκετούς από αυτούς στα στρατεύματα του στο Ιράκ[21].

Οι Άραβες φρόντισαν να καταλάβουν διάφορες πόλεις, όπως τις Σάρδεις και την Πέργαμο, ενώ σταδιακά άρχισαν να διεκπεραιώνουν τις δυνάμεις τους στην δυτική πλευρά του Ελλησπόντου μέσω της Αβύδου που ήταν και το πλέον στενό σημείο του και η όλη διαδικασία μπορούσε να πραγματοποιηθεί με μεγαλύτερη ασφάλεια και ταχύτητα. Στις αρχές Αυγούστου του 717 μ.Χ η απόβαση ολοκληρώθηκε και στις 15 του ίδιου μήνα οι δυνάμεις του Μασλαμά άρχισαν την πολιορκία των χερσαίων τειχών της Κωνσταντινούπολης [22].

Στο παρακάτω απόσπασμα από τη Χρονογραφία του Θεοφάνη φαίνεται (μεταξύ άλλων) πως οι Άραβες έφτιαξαν ένα περιτείχισμα απέναντι από τις οχυρώσεις της Κωνσταντινούπολης για να επιτηρούν καλύτερα τους πολιορκημένους.

Μασαλμᾶς δὲ χειμάσας ἐν τῇ Ἀσίᾳ ἐξεδέχετο τὰς τοῦ Λέοντος ὑποσχέσεις. μηδὲν δὲ παρὰ Λέοντος δεξάμενος καὶ γνοὺς ὃτι ἐνεπαίχθη ὑπ’ αὐτοῦ, ἐλθῶν  εἰς τὴν Ἄβυδον ἀντεπέρασε λαὸν ἱκανὸν εἰς τὴν Θράκην καὶ ἐπὶ τὴν βασιλεύουσαν πόλιν ἀπεκίνησεν, γράψας καὶ πρὸς Σουλειμὰν τὸν πρωτοσύμβουλον  καταλαβεῖν μετὰ τοῦ προετοιμασθέντος στόλου. τῇ δε ιε τοῦ Αὐγούστου μηνὸς παρεκάθισε τὴν πόλιν ὁ Μασαλμᾶς λυμηνάμενος καὶ τὰ Θρᾳκῷα κάστρα. περιχαρακώσαντες δὲ τὸ χερσαῖον τεῖχος ὤρυξαν φῶσαν μεγάλην καὶ ἐπάνω αὐτῆς περιτείχισμα στηθαῖον διὰ ξηρολίθου ἐποίησαν.  (Theophanes Chronographia, 395.12-21)

Οι αραβικές επιθέσεις όμως κατά της Πόλης απέβησαν άκαρπες παρότι ήταν βιαιότατες και  μεγάλης έντασης, συγκρινόμενες μόνο με αυτές που εξαπέλυαν τα στρατεύματα του Μωαβία σαράντα χρόνια πριν. Η βυζαντινή αμυντική διάταξη δεν παραβιάσθηκε σε κανένα σημείο και σημαντικό ρόλο έπαιξαν για ακόμη μια φορά τα τείχη της Βασιλεύουσας μαζί φυσικά με τους γενναίους υπερασπιστές τους υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του Λέοντα Γ’.

Και στη θάλασσα τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα για τους Άραβες . Ο Βυζαντινός στόλος ήταν σημαντικά ενισχυμένος με πυρφόρα πλοία (δρόμωνες εφοδιασμένους με συσκευές εκτόξευσης υγρού πυρός) ενώ τα πληρώματα ήταν υψηλότατου επιπέδου και γνώριζαν πολύ καλά τον θαλάσσιο χώρο, τα ρεύματα και τους ανέμους της Προποντίδας και του Βοσπόρου[23].

Σε σειρά θαλασσίων συγκρούσεων πέριξ της Κωνσταντινούπολης οι αραβικές ναυτικές δυνάμεις υπέστησαν σημαντικές απώλειες και αναγκάστηκαν στο εξής να διαδραματίσουν δευτερεύοντα ρόλο στην πολιορκία και την πορεία των επιχειρήσεων, κάτι που υπέσκαψε σε μεγάλο βαθμό και την προσπάθεια των χερσαίων δυνάμεων του Μασαλμά.

Στα μέσα του Σεπτέμβρη οι επιχειρήσεις σταμάτησαν λόγω της κακοκαιρίας και έτσι και οι δύο πλευρές βρήκαν τον απαραίτητο χρόνο για να ανασυνταχθούν. Όμως η κατάσταση δεν εξελισσόταν όπως περίμεναν οι Άραβες ηγέτες. Ο χειμώνας του 717-718 μ.Χ ήταν ιδιαίτερα βαρύς και επηρέασε πολύ περισσότερο τους πολιορκητές που δεν ήταν συνηθισμένοι σε τέτοια κλίματα καθώς προέρχονταν κατά κύριο λόγο από περιοχές με εντελώς διαφορετικές συνθήκες διαβίωσης και έπρεπε να υποστούν τον παγετό και τα χιόνια στα πρόχειρα καταλύματα τους [24].

Ένα επιπλέον πρόβλημα προέκυψε για τον Μασαλμά και ήρθε να δώσει ένα καίριο χτύπημα στις ελπίδες του για νίκη. Η πείνα. Παρότι ο Άραβας στρατηγός είχε συγκεντρώσει τεράστια αποθέματα τροφίμων στις βάσεις εφόρμησης του στρατού του αυτά εξαντλήθηκαν πολύ γρήγορα λόγω του αριθμού των στρατευμάτων του ενώ η εξάπλωση επιδημιών προκάλεσε περισσότερες απώλειες στο αραβικό στρατόπεδο.

Όπως αναφέρει ο  Θεοφάνης στη Χρονογραφία του:

Λιμοῦ τε μεγάλου γεγονότος ἐν τοῖς  Ἄραψιν, πάντα τὰ  ἀποθνήσκοντα ζῶα  αὐτῶν κατήσθιον,  ἳππους τε καὶ ὄνους καὶ καμήλους. φασί δὲ τινες ὃτι καὶ ἀνθρώπους τεθνεῶτας καὶ τὴν ἑαυτῶν κόπρον εἰς τα κλίβανα βάλλοντες καί ζημοῦντες ἤσθιον. ἐνέσκηψε εἰς αὐτοὺς καὶ λοιμικὴ νόσος καὶ ἀναρίθμητα αὐτῶν πλήθη  ὤλεσεν. {Theophanes, Chronografia, 397.23-28 }

Αντιθέτως οι Βυζαντινοί δεν είχαν να αντιμετωπίσουν τόσες έγνοιες. Οι σιταποθήκες της Πόλης ήταν γεμάτες, το φρόνημα στρατού και λαού σε υψηλά επίπεδα και ο στόλος εγγυάτο την απρόσκοπτη τροφοδοσία εάν υπήρχε ανάγκη. Όμως δεν αρκούσε αυτό. Η γιγαντιαία στρατιά του Μασαλμά ήταν μια διαρκής απειλή έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης αλλά σταδιακά υπέκυπτε στο ίδιο της το βάρος. Έπρεπε να αποκοπεί από την ροή ενισχύσεων που θα επιχειρούσαν να στείλουν οι Άραβες ηγέτες από την Ασία. Έτσι θα ήταν πολύ πιο εύκολα τα πράγματα μακροπρόθεσμα.

Για αυτό το λόγο ο Λέοντας Γ’ διέταξε τα βυζαντινά στρατεύματα της Ανατολής να αντεπιτεθούν στο μέτωπο της Βιθυνίας, όπου έδρευαν ισχυρές αραβικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Μαρντασάν και σε διαδοχικές μάχες σχεδόν τις εκμηδένισαν. Ο Μαρντασάν σκόπευε να ενισχύσει με ξεκούραστα στρατεύματα τον Μασαλμά, αλλά τελικά δεν ήταν γραφτό οι δυνάμεις του να ενωθούν με τους πολιορκητές της Κωνσταντινούπολης.

Παράλληλα, σε διπλωματικό επίπεδο, οι Βυζαντινοί προσέγγισαν τους Βουλγάρους και τους έπεισαν να τους βοηθήσουν χτυπώντας τα νώτα των αραβικών δυνάμεων πολιορκίας  στα δυτικά της Βασιλεύουσας δίνοντας τους το δικαίωμα να κρατήσουν τα λάφυρα που θα αποκόμιζαν από τις μάχες. Πράγματι οι Βούλγαροι συνέδραμαν τους Βυζαντινούς και επέφεραν με τις ενοχλητικές προσβολές τους ακόμη περισσότερες απώλειες στους Άραβες[25].

(Theophanes Chronographia, 397.28-30)
συνῆψε δὲ  πρὸς  αὐτοὺς  πόλεμον τὸ τῶν Βουλγάρων ἔθνος,  καί, ὣς φασιν  οἱ ἀκριβῶς ἐπιστάμενοι , {ὃτικβ χιλιάδας Ἀράβων  κατέσφαξαν.

Η έλευση της άνοιξης του 718 μ.Χ σήμανε και την επανέναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων με εντατικότερους ρυθμούς. Ισχυροί αραβικοί στόλοι κατέπλευσαν στα ανοιχτά της Κωνσταντινούπολης προερχόμενοι από την Αίγυπτο και την Αφρική (Ifriqiya). Οι αραβικές ενισχύσεις θα μπορούσαν να ανατρέψουν την ισορροπία ισχύος στη θάλασσα εφόσον ολοκληρωνόταν η αναδιάταξη των στόλων τους, σε βάρος των Βυζαντινών. Ένα απρόβλεπτο γεγονός όμως άλλαξε τη ροή των γεγονότων και χάλασε τα σχέδια των Αράβων.

Ανάμεσα στα πληρώματα των αραβικών στόλων υπήρχαν Αιγύπτιοι και Ρωμαίο-Λίβυες που είχαν ακόμη βαθιά μέσα τους ριζωμένη την αυτοκρατορική ιδέα και βρήκαν την ευκαιρία να αυτομολήσουν στους Βυζαντινούς. Οι αυτόμολοι αυτοί έδωσαν στον Λέοντα και στους στρατηγούς του σημαντικές πληροφορίες αναφορικά με τα αγκυροβόλια των νεοαφιχθέντων στόλων. Ήταν αυτό που χρειαζόταν όσο τίποτε άλλο ο αυτοκράτορας [26].

οἱ δὲ τῶν δύο στόλων  τούτων Αἰγύπτιοι καθ’ ἑαυτοὺς βουλευσάμενοι νυκτὸς τοὺς τῶν κατηνῶν σανδάλους ἀράντες ἐν τῇ πόλει προσέφυγον τὸν βασιλέαν εὐφημούντες, ὢστε ἀπὸ τῆς Ἱερείας ἔως τῆς πόλεως ὁλόξυλον  φαίνεσθαι τὴν θάλασσαν. μαθὼν δὲ αὐτῶν  ὁ  βασιλεὺς περὶ τῶν κρυπτομένων δύο στόλων ἐν τῷ κόλπῳ σίφωνας πυρσοφόρους κατασκευάσας εἰς δρόμονας τε καὶ διήρεις τούτους ἐμβαλὼν κατὰ τῶν δύο στόλων ἐξέπεμψεν. (Theophanes Chronographia , 397.5-12)

Άμεσα διατάχθηκε αιφνιδιαστική νυκτερινή επίθεση με τους πυρφόρους δρόμωνες που προξένησε τρομακτικές απώλειες στους ανυποψίαστους και απροετοίμαστους αραβικούς στόλους. Το μεγαλύτερο μέρος των αραβικών πολεμικών σύντομα μετατράπηκε σε φλεγόμενα ερείπια ενώ όσα απέμειναν ακέραια υποχώρησαν.

τοῦ δὲ θεοῦ συνεργησάντος  διὰ τῶν πρεσβειῶν της παναχράντου θεοτόκου ἐπιτοπίως ἐβυθίσθησαν οἱ ἐχθροὶκαὶ λαβόντες τὰ σκῦλα οἱ ἡμέτεροι  καὶ τὰς δαπάνας αὐτῶν μετὰ χαρᾶς καὶ νίκης πέστρεψαν. (Theophanes Chronographia, 397.12-15)

Το πλήγμα αυτό ήταν και το τελευταίο που μπορούσαν να αντέξουν οι Άραβες. Ο νέος χαλίφης Ουμάρ Β’ διέταξε την διακοπή των επιχειρήσεων και ανακάλεσε τα στρατεύματα πίσω στις πατρίδες τους. Έτσι στις 15 Αυγούστου του 718 μ.Χ οι Άραβες άρχισαν να υποχωρούν σταδιακά παίρνοντας τον μακρύ δρόμο της επιστροφής[27]

Όμως τα στοιχεία της φύσης συνωμότησαν για άλλη μια φορά κατά των Αράβων καθώς οι στόλοι τους συνάντησαν ισχυρή θαλασσοταραχή στην Προποντίδα και  το Αιγαίο και αποδεκατίστηκαν. Παράλληλα, μοίρες του βυζαντινού στόλου επιτίθεντο σταδιακά σε αποκομμένα αραβικά πλοία ή σε ομάδες πλοίων που προσπαθούσαν να επανακάμψουν στα λιμάνια εξόρμησης τους. Ορισμένες πηγές μάλιστα αναφέρουν πως μόλις 5 πλοία κατάφεραν να φτάσουν στη Συρία[28].

Περιγράφει την υποχώρηση των Αράβων προς τα εδάφη τους ο Θεοφάνης και στέκεται στην επίδραση των στοιχείων της φύσης που κατέστρεψαν τον αραβικό στόλο και αποδίδει τα εύσημα στη βοήθεια της Θεοτόκου.

Οὔμαρος  δὲ κρατήσας τῶν Ἀράβων ἐπέτρεψεν  ἀνακάμψαι τὸν Μασαλμᾶν. ἀποκινησάντων δε τῶν Ἀγαρηνῶν  τῇ ιε τοῦ Αὐγούστου μηνὸς μετὰ πολλῆς αὶσχύνης. ἔν γαρ τῷ ἐκπορίζειν τὸν στόλον  αὐτῶν λαῖλαψ ἐκ θεοῦ διὰ τῶν πρεσβειῶν τῆς θεομήτορος ἐνσκήψας εἰς αὐτοὺς τούτους διεσκόρπισεν. καὶ τοὺς μεν ἐν Προκονήσῳ καὶ ταῖς λοιπαῖς νήσοις,  τοὺς δὲ ἐν τοῖς Ἀποστρόφοις καὶ ταῖς λοιπαῖς ἀκταῖς κατεπόντισεν, οἱ δὲ περιλειφθέντες  παρήρχοντο τὸ Αἰγαῖον πέλαγος, καὶ ἄφνω ἐπῆλθεν αὐτοῖς θεομηνία φοβερά. χάλαζα γαρ πύρινος κατελθοῦσα ἐπ’αὐτοὺς  τὸ ὒδωρ τῆς θαλάσσης καχλάσαι πεποίηκεν, καὶ τῆς πίσσης λυθείσης, αὔτανδροι αἱ ναῦς εἰς βυθὸν κατηνέχθησαν. δέκα δὲ μόναι καὶ αὖται  προνοίᾳ Θεοῦ διασωθεῖσαι ἐξ αὐτῶν πρὸς τὸ ἀπαγγεῖλαι  ἡμὶν τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ τὰ γεγονότα εἴς αὐτοὺς. ἂς  καὶ περιτυχόντες οἱ τῶν ἡμετέρων τὰς μὲν πέντε πιάσαι  ἠδυνήθησαν, αἱ δὲ ἄλλαι πέντε ἀπεσώθησαν εἰς Συρίαν τὴν τοῦ Θεοῦ δυναστείαν ἀναγγέλουσαι. (Theophanes Confessor Chronographia, 399.4-19)

Οι απώλειες των Αράβων εκτινάχθηκαν συνολικά στις 150 χιλιάδες[29] σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις αν και ο αριθμός αυτός φαίνεται διογκωμένος για διαφόρους λόγους. Βέβαια αν υπολογιστούν οι απώλειες των στρατευμάτων του Μασλαμά κατά τις άκαρπες εφόδους κατά των οχυρώσεων της Βασιλεύουσας , οι απώλειες εκτός πολεμικών επιχειρήσεων που οφείλονταν στην πείνα και τις αρρώστιες, οι απώλειες στη θάλασσα όπου συνήθως ένα πλήρωμα που εγκατέλειπε το σκάφος του είχε μικρή επιβιωσιμότητα, αλλά και η συντριβή του εκστρατευτικού σώματος του Μαρντασάν στη Βιθυνία, μας κάνει να πιστεύουμε πως  ο τελικός αριθμός απωλειών δεν απέχει πολύ από το προαναφερθέν νούμερο.

Όπως και να ‘χει πάντως, και η δεύτερη μεγάλη προσπάθεια των Αράβων είχε αποτύχει με τρομερές απώλειες και πλέον η Κωνσταντινούπολη δεν θα απειλείτο παρά εκατοντάδες χρόνια μετά και αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις άοκνες προσπάθειες του Λέοντα Γ’[30].


[1] W.Kaegi/A.Kazhdan/A.Cutler – Herakleios , σ.916 , J.Pryor – ΔΡΟΜΩΝ , σ.24
[2] J.Pryor – ΔΡΟΜΩΝ , σ.24
[3] P.Hollingsworth/A.Cutler  - Constans , σ.496
[4] P.Hollingsworth/A.Cutler  - Constans , σ.496 , J.Pryor – ΔΡΟΜΩΝ , σ.25
[5] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.25
[6] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.25
[7] C. Mango – Constantinople , σ.511
[8] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.25
[9] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.25
[10] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.25 , J.Pryor – ΔΡΟΜΩΝ , σ.27
[11] J.Pryor – ΔΡΟΜΩΝ , σ.27
[12] P.Hollingsworth – Mardaites , σ.1297
[13] P.Hollingsworth – Mardaites , σ.1297
[14] P.Hollingsworth/A.Cutler  - Constantine , σ.501 , J.Pryor – ΔΡΟΜΩΝ , σ.27
[15] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.26
[16] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.29 , J.Pryor – ΔΡΟΜΩΝ , σ.31
[17] P.Hollingsworth – Leon III , σ.1208 , Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.29 , J.Pryor – ΔΡΟΜΩΝ , σ.31
[18] C. Mango – Constantinople , σ.511
[19] P.Hollingsworth – Masalma , σ.1311
[20] P.Hollingsworth – Masalma , σ.1311
[21] P.Hollingsworth – Mardaites , σ.1297
[22] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.30
[23] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.29 , J.Pryor – ΔΡΟΜΩΝ , σ.31
[24] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.29 , J.Pryor – ΔΡΟΜΩΝ , σ.31
[25] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.29
[26] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.29
[27] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.30
[28] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.30
[29] Π.Δεληγιάννης  - Βυζάντιο , σ.30
[30] P.Hollingsworth – Leon III , σ.1208

Βιβλιογραφία - 

1) Π.Δεληγιάννης - Βυζάντιο εναντίον Ισλάμ, Αθήνα 2009
2) The Oxford Dictionary of Byzantium
3) Byron Tsangadas - The fortifications and defenses of Constantinople
4) Paul Magdalino - Constantinople and its hinterland
5) J.Pryor - The Age of ΔΡΟΜΩΝ
6) S.Turnbull - The Walls of Constantinople
7) Ι.Καραγιαννόπουλος - Ιστορία Μέσης Βυζαντινής Περιόδο
8) J.Norwich - Επίτομη Ιστορία του Βυζαντίου
9) Ε.Eickhoff - Seekrieg und Seepolitik

hebyzantion.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου